- μπομπάρδα
- και μπουμπάρδα, η (Μ μπομπάρδα και μπουμπάρδα)1. πολεμική μηχανή2. οξύπρυμνο ιστιοφόρομσν.1. είδος τηλεβόλου2. συνεκδ. η βολή όπλου ή κανονιού, κανονιά3. βλήμα όπλου ή κανονιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombarda].
Dictionary of Greek. 2013.