μπομπάρδα

μπομπάρδα
και μπουμπάρδα, η (Μ μπομπάρδα και μπουμπάρδα)
1. πολεμική μηχανή
2. οξύπρυμνο ιστιοφόρο
μσν.
1. είδος τηλεβόλου
2. συνεκδ. η βολή όπλου ή κανονιού, κανονιά
3. βλήμα όπλου ή κανονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombarda].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπομπάρδα — η (λ. ιταλ.) 1. πυροβόλο όπλο του μεσαίωνα. 2. είδος παλιού πολεμικού πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπομπαρδίζω — [μπομπάρδα] βομβαρδίζω …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδάρης — ο (Μ μπομπαρδάρης και μπουμπαρδάρης) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • μπομπαρδιέρης — και πουμπαρδιέρης, ὁ (Μ) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • μπουμπάρδα — η βλ. μπομπάρδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”